κατεστιλβωμένον

κατεστιλβωμένον
καταστιλβόομαι
perf part mp masc acc sg
καταστιλβόομαι
perf part mp neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταστιλβούμαι — καταστιλβοῡμαι, όομαι (Α) μτφ. (για λόγο) στιλβώνομαι πολύ, γίνομαι στιλπνός, λαμπρός, καλλιεπής («τὸ λεῑον τοῡ λόγου καὶ κατεστιλβωμένον», Γρηγ. Ναζ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”